Ασκομαχώ: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
m (Greeklish variables name replaced)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Ασκομαχώ  
   |acronym= Ασκομαχώ  
   |etymologia=
   |etymology_gr=
   |simasiologia= ασθμαίνω
   |semantics_gr= ασθμαίνω
   |proelefsi=
   |priority_gr=
}}
}}



Revision as of 15:50, 18 January 2024

Ασκομαχώ




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το «ασκός» και «μάχεσθαι»

Σημασιολογία

ασθμαίνω

Παραδείγματα

Ώσπου να βκώ το βουνό, ασκουμαχούσα.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Κουράζομαι, Χάνω την αναπνοή μου

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις