Παθοκονταρεμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ (Greeklish variables name replaced) |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Παθοκονταρεμένος (ο) | |acronym=Παθοκονταρεμένος (ο) | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr= αυτός που έχει πληγωθεί από μαχαίρι/κοντάρι | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
Αναθεώρηση της 16:07, 18 Ιανουαρίου 2024
Παθοκονταρεμένος (ο) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
αυτός που έχει πληγωθεί από μαχαίρι/κοντάρι
Παραδείγματα
«(ο γιατρός)…το γιατρικόν στο σ̌έριν του, στέκει τζ̌αι την κοιτάζει, στέκει τζ̌αι τημ παρατηρεί τζ̌αι την εκουβεντκιάζει. -«Τζ̌υρά μου εγιατρέψαμεν πολλούς παθοκονταρεμένους. Έτσι αρφο-παθοκονταρεμόν εν είαμεν ποττέ μας. Τους πόνους πόσ̌εις στο βυζίν, εν είναι για να γιάνεις. Η ώρα οι κοστέσσερεις στον Άδην εν να πάεις». (Άσμα του Σαραπαλή, από τη συλλογή «Κύπρια Έπη» του Ξενοφώντος Φαρμακίδη, Λευκωσία 1926)
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).