Νυκτάλωπας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
μ (Greeklish variables name replaced)
μ (Greeklish variables name replaced)
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Νυκτάλωπας ()
   |acronym=Νυκτάλωπας ()
   |etymology_gr=από το αρχ. «νυξ» + «αλαός»
   |etymology=από το αρχ. «νυξ» + «αλαός»
   |semantics_gr= αυτός που δεν βλέπει τη νύκτα, που έχει [[Ορνιθοτυφλία]] . Εμφανίζεται στην Κύπρο κατά τη διάρκεια των νηστειών και της τεσσαρακοστής, ίσως λόγω αβιταμίνωσης
   |semantics= αυτός που δεν βλέπει τη νύκτα, που έχει [[Ορνιθοτυφλία]] . Εμφανίζεται στην Κύπρο κατά τη διάρκεια των νηστειών και της τεσσαρακοστής, ίσως λόγω αβιταμίνωσης
   |priority_gr=
   |origin=
}}
}}



Τελευταία αναθεώρηση της 15:50, 22 Ιανουαρίου 2024

Νυκτάλωπας ()
Ετυμολογία από το αρχ. «νυξ» + «αλαός»
Σημασιολογία αυτός που δεν βλέπει τη νύκτα, που έχει Ορνιθοτυφλία . Εμφανίζεται στην Κύπρο κατά τη διάρκεια των νηστειών και της τεσσαρακοστής, ίσως λόγω αβιταμίνωσης

Ετυμολογία

από το αρχ. «νυξ» + «αλαός»

Σημασιολογία

αυτός που δεν βλέπει τη νύκτα, που έχει Ορνιθοτυφλία. Εμφανίζεται στην Κύπρο κατά τη διάρκεια των νηστειών και της τεσσαρακοστής, ίσως λόγω αβιταμίνωσης

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).