Πασπατεύκω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
μ (Greeklish variables name replaced)
μ (Greeklish variables name replaced)
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Πασπατεύκω
   |acronym= Πασπατεύκω
   |etymology_gr=
   |etymology=
   |semantics_gr=ψηλαφώ, εξετάζω τον άρρωστο με τα χέρια  
   |semantics=ψηλαφώ, εξετάζω τον άρρωστο με τα χέρια  
   |priority_gr=
   |origin=
}}
}}



Τελευταία αναθεώρηση της 15:52, 22 Ιανουαρίου 2024

Πασπατεύκω
Σημασιολογία ψηλαφώ, εξετάζω τον άρρωστο με τα χέρια

Ετυμολογία

Σημασιολογία

ψηλαφώ, εξετάζω τον άρρωστο με τα χέρια

Παραδείγματα

«Επασπάτεψεν με ποτζ̌εί ποδά ο γιατρός τζ̌' είπεν μου έχω πούζαν», φρ.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).