Σκλάβωμα: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
m (Greeklish variables name replaced)
m (Greeklish variables name replaced)
 
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Σκλάβωμα (το)
   |acronym=Σκλάβωμα (το)
   |etymology_gr=
   |etymology=
   |semantics_gr= Οι γονείς κάποιου παιδιού που έπασχε από λάβημα (έλαβε), λάωμα, κοινώς σεληνιασμός, επιληψία, έτασσαν το παιδί τους όταν μεγαλώσει να υπηρετήσει στο μοναστήρι για ένα – δύο χρόνια ως υπηρέτης (σκλάβος) του Απ. Ανδρέα. Στη διάρκεια της θητείας του στο μοναστήρι ο υπηρέτης φορούσε γύρω από τον τράχηλό του το «κουλούριον», ένα είδος χάλκινου ή ασημένιου χαλκά που συμβόλιζε ότι το άτομο ήταν υπηρέτης-σκλάβος του Αγίου
   |semantics= Οι γονείς κάποιου παιδιού που έπασχε από λάβημα (έλαβε), λάωμα, κοινώς σεληνιασμός, επιληψία, έτασσαν το παιδί τους όταν μεγαλώσει να υπηρετήσει στο μοναστήρι για ένα – δύο χρόνια ως υπηρέτης (σκλάβος) του Απ. Ανδρέα. Στη διάρκεια της θητείας του στο μοναστήρι ο υπηρέτης φορούσε γύρω από τον τράχηλό του το «κουλούριον», ένα είδος χάλκινου ή ασημένιου χαλκά που συμβόλιζε ότι το άτομο ήταν υπηρέτης-σκλάβος του Αγίου
   |priority_gr=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:56, 22 January 2024

Σκλάβωμα (το)
Σημασιολογία Οι γονείς κάποιου παιδιού που έπασχε από λάβημα (έλαβε), λάωμα, κοινώς σεληνιασμός, επιληψία, έτασσαν το παιδί τους όταν μεγαλώσει να υπηρετήσει στο μοναστήρι για ένα – δύο χρόνια ως υπηρέτης (σκλάβος) του Απ. Ανδρέα. Στη διάρκεια της θητείας του στο μοναστήρι ο υπηρέτης φορούσε γύρω από τον τράχηλό του το «κουλούριον», ένα είδος χάλκινου ή ασημένιου χαλκά που συμβόλιζε ότι το άτομο ήταν υπηρέτης-σκλάβος του Αγίου




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

Οι γονείς κάποιου παιδιού που έπασχε από λάβημα (έλαβε), λάωμα, κοινώς σεληνιασμός, επιληψία, έτασσαν το παιδί τους όταν μεγαλώσει να υπηρετήσει στο μοναστήρι για ένα – δύο χρόνια ως υπηρέτης (σκλάβος) του Απ. Ανδρέα. Στη διάρκεια της θητείας του στο μοναστήρι ο υπηρέτης φορούσε γύρω από τον τράχηλό του το «κουλούριον», ένα είδος χάλκινου ή ασημένιου χαλκά που συμβόλιζε ότι το άτομο ήταν υπηρέτης-σκλάβος του Αγίου

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις