Σκουλούτζ̌ιν: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
m (Greeklish variables name replaced)
m (Greeklish variables name replaced)
 
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Σκουλούτζ̌ιν(το)
   |acronym=Σκουλούτζ̌ιν(το)
   |etymology_gr=
   |etymology=
   |semantics_gr= το σκουλίκι
   |semantics= το σκουλίκι
   |priority_gr=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:56, 22 January 2024

Σκουλούτζ̌ιν(το)
Σημασιολογία το σκουλίκι




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

το σκουλίκι

Παραδείγματα

  • «Έχω το σκουλούτζ̌ιν», φρ. = έχω μια έντονη τάση προς δημιουργικότητα, κάτι με τρώει και προσπαθώ να δημιουργήσω ή να καταφέρω κάτι
  • Επίσης και το σκωπτικό «σκουλούτζ̌ιν!» για κάποιο ο οποίος τρώει μεγάλες ποσότητες φαγητού χωρίς να παχαίνει.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις