Απίδι: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
No edit summary
No edit summary
Line 3: Line 3:
   |Meaning=Αχλάδι
   |Meaning=Αχλάδι
   |Origin= από το ελληνιστικό ἀπίδιον, υποκοριστικό του ἄπιον
   |Origin= από το ελληνιστικό ἀπίδιον, υποκοριστικό του ἄπιον
   |Sources=Write the Sources
   |Sources=[http://users.ntua.gr/ar97617/#alpha Γλωσσάρι Κυπριακής Διαλέκτου]
}}
}}



Revision as of 13:06, 17 September 2014

Template:Word

Ετυμολογία

απίδι > από το ελληνιστικό ἀπίδιον, υποκοριστικό του ἄπιον

Σημασιολογία

απίδι > ο καρπός της απιδιάς, ή κοινώς: αχλάδι

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό, γένους ουδετέρου

Συγγενικές Λέξεις

  • απιδιά

Συνώνυμα

  • αχλάδι