Μουδκιάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Μουδκιάζω |etymologia=από το «αιμοδιώ», δηλ. δίνω αίμα. «Μουδκιάζει το σ̌έριν μου» = α...') |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Μουδκιάζω | |acronym=Μουδκιάζω | ||
|etymologia=από το «αιμοδιώ», δηλ. δίνω αίμα. | |etymologia=από το «αιμοδιώ», δηλ. δίνω αίμα. | ||
|simasiologia= το αίσθημα μετά από αφαίμαξη, αιμοδοσία | |simasiologia= το αίσθημα μετά από αφαίμαξη, αιμοδοσία | ||
|proelefsi= | |proelefsi= | ||
Γραμμή 9: | Γραμμή 9: | ||
==Ετυμολογία== | ==Ετυμολογία== | ||
από το «αιμοδιώ», δηλ. δίνω αίμα. | από το «αιμοδιώ», δηλ. δίνω αίμα. | ||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== | ||
το αίσθημα μετά από αφαίμαξη, αιμοδοσία | το αίσθημα μετά από αφαίμαξη, αιμοδοσία | ||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== | ||
«Μουδκιάζει το σ̌έριν μου» = απονεκρώνεται προσωρινά λόγω ακινησίας | |||
==Μέρος του Λόγου== | ==Μέρος του Λόγου== |
Αναθεώρηση της 09:53, 4 Μαΐου 2018
Μουδκιάζω |
---|
Ετυμολογία
από το «αιμοδιώ», δηλ. δίνω αίμα.
Σημασιολογία
το αίσθημα μετά από αφαίμαξη, αιμοδοσία
Παραδείγματα
«Μουδκιάζει το σ̌έριν μου» = απονεκρώνεται προσωρινά λόγω ακινησίας
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).