Πονιάρης: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Πονιάρης (ο) |etymologia= |simasiologia= αυτός που έχει συχνά πόνους |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμο...')
 
No edit summary
Line 12: Line 12:


==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==
 
αυτός που έχει συχνά πόνους


==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==

Revision as of 07:46, 17 May 2018

Πονιάρης (ο)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

αυτός που έχει συχνά πόνους

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

πονιάρικον (το) = το βρέφος που έχει συνέχεια πόνους και κλαίει (συνήθως λόγω κολικού ή πόνου στα αυτιά ή στόμα)

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις