Σουννέττιν: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σουννέττιν (το) |etymologia= από το τουρκ. «sunnet» |simasiologia= η περιτομή, η αποκοπή δέρματ...')
 
No edit summary
Line 21: Line 21:


==Συγγενικές Λέξεις==
==Συγγενικές Λέξεις==
σουννεττής, ο = αυτός που κάνει την περιτομή
σουννεττής (ο) = αυτός που κάνει την περιτομή


==Συνώνυμα==
==Συνώνυμα==

Revision as of 08:24, 17 May 2018

Σουννέττιν (το)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το τουρκ. «sunnet»

Σημασιολογία

η περιτομή, η αποκοπή δέρματος του πέους

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

σουννεττής (ο) = αυτός που κάνει την περιτομή

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις