Ττακουρημένος: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ττακουρημένος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο ανισόρροπος, τρελλός, αυτός που ττακουρήθη...') |
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary |
||
Line 12: | Line 12: | ||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== | ||
ο ανισόρροπος, τρελλός, αυτός που ττακουρήθηκε από κακά πνεύματα | |||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== |
Revision as of 08:54, 17 May 2018
Ττακουρημένος (ο) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ο ανισόρροπος, τρελλός, αυτός που ττακουρήθηκε από κακά πνεύματα
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
ττακουρήθηκε = κτυπήθηκε
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις