Καμμώ

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 15:43, 22 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Καμμώ
Σημασιολογία κλείνω τα μάτια μου, και μτφ. Πεθαίνω

Ετυμολογία

Σημασιολογία

κλείνω τα μάτια μου, και μτφ. Πεθαίνω

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

καμμυτός (ο) = αυτός που έχει κλειστά τα μάτια του

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).