Κωλογύρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κωλογύρα (η) | |
---|---|
Ετυμολογία | από το «κώλος» + «γύριση» δηλ. περιφέρεια. Συνήθως λέγεται για γυναίκες. |
Σημασιολογία | οι δύο γλουτοί και ο πρωκτός. Ο μεγάλος πισινός. |
Ετυμολογία
από το «κώλος» + «γύριση» δηλ. περιφέρεια. Συνήθως λέγεται για γυναίκες.
Σημασιολογία
οι δύο γλουτοί και ο πρωκτός. Ο μεγάλος πισινός.
Παραδείγματα
«Άε την τούτην την πασ̌άν, ίντα κωλο(γ)ύρισην έσ̌ει!» «Γαμώ την κωλογύραν σου» (βρισιά)
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Κωλογύρηση
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).