Πάνιασμα

From Digital Cyprus
Revision as of 15:52, 22 January 2024 by Pradeau (talk | contribs) (Greeklish variables name replaced)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Πάνιασμα (το)
Σημασιολογία το μαλάκωμα των ποδιών από το πολύ περπάτημα




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

το μαλάκωμα των ποδιών από το πολύ περπάτημα

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Παννιάζω = μαλακώνω, αδυνατίζω, ακόμα και βγάζω παννάδες (φακίδες).

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις