Τουλούππιν

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 15:59, 22 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Τουλούππιν (το)
Σημασιολογία το άσπρισμα των μαλλιών και γενειάδας από ηλικία

Ετυμολογία

Σημασιολογία

το άσπρισμα των μαλλιών και γενειάδας από ηλικία

Παραδείγματα

«Τούτος εγέρασεν, εγίνικεν τουλούππιν», φρ.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

τούλουππος = αυτός που έχει άσπρα μαλλιά.

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).