Αγγελοσ̌ιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγελοσ̌ιάζω |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
Σεληνιάζομαι, έχω επιληψία.
Παραδείγματα
Ανζ̌ελοσ̌ιάστηκεν ο Ττοουλής τζ̌αι είδεν το καλόν του», φρ. (δες «καλόν»). Και «αντζελόσ̌ιασμαν»= σεληνιασμός, επίσης και η κατάσταση του ετοιμοθάνατου, όταν «βλέπει τον άγγελο του θανάτου», δηλ. τον Χάρο.
Μέρος του Λόγου
Ρήμα
Συγγενικές Λέξεις
αντζ̌ελοσ̌ιάζω
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου