Μυρόπαννον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μυρόπαννον (το) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
το σάβανο του νεκρού ή το ρούχο που τύλιγαν το νεογέννητο (συμβολισμός γέννας-θανάτου).
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Μίζαρον
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).