Test

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 12:34, 18 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αβάττα (η)

Ετυμολογία

Από το τούρκικο avanta (αθέμιτο όφελος)

Από το ιταλικό avanti (εμπρός)

Σημασιολογία

Φαγοπότι σε βάρος αλλού

Παραδείγματα

Δεν αγοράζει ποτέ τσιγάρα αλλά πάντα καπνίζει η "αβάττα".

Μέρος του Λόγου

Επίρρημα

Συγγενικές Λέξεις

  • Αβάττατζης

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου