Κάρφωμα

From Digital Cyprus
Revision as of 12:38, 2 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κάρφωμα (το) |etymologia= |simasiologia= η γητειά για θυματοποίηση κάποιου, για να τον βασ...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Κάρφωμα (το)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

η γητειά για θυματοποίηση κάποιου, για να τον βασανίζουν τα δαιμόνια και οι αρρώστιες

Παραδείγματα

Γίνεται με «καρφίν μονόπυρον», και ο γητευτής το καρφώνει σε δένδρο μετά τα μεσάνυκτα. Με κάθε κτύπημα του καρφιού λέει και ο γητευτής «δκιάολε, καρφώννω τον …τάδε». Το δένδρο σταδιακά ξεραίνεται και ο καρφωμένος αδυνατεί, αρρωστά και πεθαίνει. Αν πληρωθεί καλά ο γητευτής μπορεί να αναιρέσει τη γητειά με ξεκάρφωμα του καρφιού. Σε αυτή την περίπτωση, ο καρφωμένος σταδιακά ξανα-υγειαίνει .

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις