Σέκκος

From Digital Cyprus
Revision as of 14:05, 11 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σέκκος (ο) |etymologia=από το ιταλικό «secco» = ξηρός |simasiologia= ξερός, πεθαμένος (έμεινε σ...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Σέκκος (ο)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το ιταλικό «secco» = ξηρός

Σημασιολογία

ξερός, πεθαμένος (έμεινε σέκκος = πέθανε)

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις