Σκαπουλλάρω

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 14:29, 11 Μαΐου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σκαπουλλάρω |etymologia=από το σκάπουλλος (Ιταλικά «scapolo»)= ο άγαμος |simasiologia= φθάνω τ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Σκαπουλλάρω

Ετυμολογία

από το σκάπουλλος (Ιταλικά «scapolo»)= ο άγαμος

Σημασιολογία

φθάνω την εφηβική ηλικία, αναπτύσσομαι από παιδί και γίνομαι άνδρας

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).