Σκλάβωμα

From Digital Cyprus
Revision as of 14:39, 11 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σκλάβωμα (το) |etymologia= |simasiologia= Οι γονείς κάποιου παιδιού που έπασχε από λάβημα (...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Σκλάβωμα (το)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

Οι γονείς κάποιου παιδιού που έπασχε από λάβημα (έλαβε), λάωμα, κοινώς σεληνιασμός, επιληψία, έτασσαν το παιδί τους όταν μεγαλώσει να υπηρετήσει στο μοναστήρι για ένα – δύο χρόνια ως υπηρέτης (σκλάβος) του Απ. Ανδρέα. Στη διάρκεια της θητείας του στο μοναστήρι ο υπηρέτης φορούσε γύρω από τον τράχηλό του το «κουλούριον», ένα είδος χάλκινου ή ασημένιου χαλκά που συμβόλιζε ότι το άτομο ήταν υπηρέτης-σκλάβος του Αγίου

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις