Απίδι

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 12:44, 17 Σεπτεμβρίου 2014 από τον Constantina (συζήτηση | συνεισφορές) (Created page with "{{Word |acronym= Απίδι |Meaning=Αχλάδι |Origin= από το ελληνιστικό ἀπίδιον, υποκοριστικό του ἄπιον |Sources=Wri...")
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πρότυπο:Word

Ετυμολογία

απίδι > από το ελληνιστικό ἀπίδιον, υποκοριστικό του ἄπιον

Σημασιολογία

απίδι > ο καρπός της απιδιάς, ή κοινώς: αχλάδι

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό, γένους ουδετέρου

Συγγενικές Λέξεις

  • απιδιά

Συνώνυμα

  • αχλάδι