Αδροβύζα

From Digital Cyprus
Revision as of 20:32, 28 February 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αδροβύζα (η) |etymologia= |simasiologia= γυναίκα με αδρούς (μεγάλους) μαστούς |proelefsi= }} __TOC_...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Αδροβύζα (η)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

γυναίκα με αδρούς (μεγάλους) μαστούς

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος