Παθοκονταρεμένος

From Digital Cyprus
Revision as of 08:53, 7 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Παθοκονταρεμένος (ο) |etymologia= |simasiologia= αυτός που έχει πληγωθεί από μαχαίρι/κοντά...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Παθοκονταρεμένος (ο)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

αυτός που έχει πληγωθεί από μαχαίρι/κοντάρι

Παραδείγματα

«(ο γιατρός)…το γιατρικόν στο σ̌έριν του, στέκει τζ̌αι την κοιτάζει, στέκει τζ̌αι τημ παρατηρεί τζ̌αι την εκουβεντκιάζει. -«Τζ̌υρά μου εγιατρέψαμεν πολλούς παθοκονταρεμένους. Έτσι αρφο-παθοκονταρεμόν εν είαμεν ποττέ μας. Τους πόνους πόσ̌εις στο βυζίν, εν είναι για να γιάνεις. Η ώρα οι κοστέσσερεις στον Άδην εν να πάεις».

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις