Βαρκαρίζω

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 19:19, 26 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βαρκαρίζω |etymologia= |simasiologia= είμαι στο στρώμα για καιρό |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολο...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Βαρκαρίζω

Ετυμολογία

από το «βαριά» και «γουργουρίζω»

Σημασιολογία

είμαι στο στρώμα για καιρό

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«βαρκαρισμένος» = αυτός που δεν μπορεί να μιλά ή να περπατά λόγω αδυναμίας. Η Πρωτοπαπά (Έθιμα της γέννησης...) λέει ότι είναι από τη «βάρκα του Άδη».

Συνώνυμα

γαρκαρίζω

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου