Βερκολυϊσμένη

From Digital Cyprus
Revision as of 18:58, 29 March 2018 by Georgiashiaelou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βερκολυϊσμένη, (η) |etymologia= |simasiologia= γυναίκα που έχει ευλύγιστο σώμα |proelefsi= }} __T...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Βερκολυϊσμένη, (η)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το «βέργα» + «λυγίζω».

Σημασιολογία

γυναίκα που έχει ευλύγιστο σώμα

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις