Βλασ̌ιάζω

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 19:14, 29 Μαρτίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Βλασ̌ιάζω |etymologia= |simasiologia= φουσκώνω το πρόσωπο από ασθένεια, πρήσκωμαι. |proelefsi...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Βλασ̌ιάζω

Ετυμολογία

Από το «βλασ̌ίν»= φλασκί.

Σημασιολογία

φουσκώνω το πρόσωπο από ασθένεια, πρήσκωμαι.

Παραδείγματα

«Μεν τζ̌οιμάσαι πολλά, εννά βλασ̌ιάσεις»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«βλασ̌ιασμένος»= αυτός που έχει πλαδαρό φουσκωμένο πρόσωπο, με οίδημα.

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου