Γαλιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλιάζω |
---|
Ετυμολογία
από το «αγαλλιώ»
Σημασιολογία
ναρκώνομαι από ηδονή ή από κνησμό, αποχαυνούμαι
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου