Γλωσσόδημμαν

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 21:00, 24 Απριλίου 2018 από τον Georgiashiaelou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γλωσσόδημμαν (το) |etymologia= |simasiologia= η ανικανότητα να μιλήσει κάποιος. Όταν η γλώ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Γλωσσόδημμαν (το)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

η ανικανότητα να μιλήσει κάποιος. Όταν η γλώσσα είναι «δημμένη».

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου