Σάψαλος

From Digital Cyprus
Revision as of 14:02, 11 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σάψαλος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος. Σ...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Σάψαλος (ο)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος. Σημαίνει και «φλύαρος»

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις