Σκουλούτζ̌ιν

From Digital Cyprus
Revision as of 14:48, 11 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σκουλούτζ̌ιν(το) |etymologia= |simasiologia= το σκουλίκι |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Ση...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Σκουλούτζ̌ιν(το)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

το σκουλίκι

Παραδείγματα

«Έχω το σκουλούτζ̌ιν», φρ. = έχω μια έντονη τάση προς δημιουργικότητα, κάτι με τρώει και προσπαθώ να δημιουργήσω ή να καταφέρω κάτι. Επίσης και το σκωπτικό «σκουλούτζ̌ιν!» για κάποιο ο οποίος τρώει μεγάλες ποσότητες φαγητού χωρίς να παχαίνει.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις