Σουννέττιν

From Digital Cyprus
Revision as of 14:59, 11 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σουννέττιν (το) |etymologia= από το τουρκ. «sunnet» |simasiologia= η περιτομή, η αποκοπή δέρματ...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Jump to navigation Jump to search
Σουννέττιν (το)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

από το τουρκ. «sunnet»

Σημασιολογία

η περιτομή, η αποκοπή δέρματος του πέους

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

σουννεττής, ο = αυτός που κάνει την περιτομή

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις