Σσωτζ̌ούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σσωτζ̌ούμαι | |
---|---|
Ετυμολογία | από το «έσω καίομαι» ή από το «έσω κείμαι»= κείτομαι μέσα στο στρώμα μου |
Σημασιολογία | υποφέρω από μέσα, έχω πληγή, βασανίζομαι από νόσο |
Ετυμολογία
από το «έσω καίομαι» ή από το «έσω κείμαι»= κείτομαι μέσα στο στρώμα μου
Σημασιολογία
υποφέρω από μέσα, έχω πληγή, βασανίζομαι από νόσο
Παραδείγματα
«Έσ̌ει που τότες που 'ππεσεν γλωμή τζ̌αι μουρρωμένη, με συντηχάννει, με νοά, 'σσωτζ̌έται τζ̌αι κογκολοά, ψις τζ̌' εν έσ̌ει πκιον νόησιν ό,τι κακόν τζ̌ι αν ένι» (Από το ποίημα Γριστός Ανέστη του Δρα Κώστα Μαρκίδη, Λευκωσία, Κύπρος 1960)
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).