Τσουλίν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ετυμολογία
από το τούρκικο cul.
Σημασιολογία
1) το κουρέλι, 2) παρτίδα παιχνιδιού, τσουλιάζω= κερδίζω μιαν παρτίδα παιχνιδιού και βάζω στην κεφαλή του ηττημένου την παλάμη του χεριού η ένα κομμάτι ρούχου.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Ουσιαστικό, γένους ουδέτερου