Αβανιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ετυμολογία
Από το ιταλικό avania (=ζημιά). Από το τούρκικο avan (=δόλιος). Από το αραβικό havan (=προσβολή).
Σημασιολογία
συκοφαντία
Παραδείγματα
Του έβγαλαν αβανιά ότι είναι χαρτοπαίκτης
Μέρος του Λόγου
Ουσιαστικό, γένους θηλυκού
Συγγενικές Λέξεις
αβάνης, αβανιάρης
Συνώνυμα
διαβολή, δυσφήμηση, κατηγορία, κακολογία, ρετσινιά, συκοφαντία