Αλοιμματάριν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αλοιμματάριν (το) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ειδικό φάρμακο για οφθαλμικές παθήσεις, αγνώστου περιεχομένου.
Παραδείγματα
«Είχα πίζιλην τζ̌αι επήα στην χολιάστραν τζ̌αι έ[δ]ωκεμ μου αλοιμματάριν να βάλλω στα μμάθκια μου».
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου