Αναμύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αναμύω |
---|
Ετυμολογία
«ανά» + «μύειν» = κλείω
Σημασιολογία
μόλις ανοίγω τα βλέφαρά μου λόγω νυσταγμού.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου