Δοντέ

Από Digital Cyprus
Αναθεώρηση ως προς 10:08, 27 Απριλίου 2018 από τον Eleni Krekou (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Δοντέ (η) |etymologia= |simasiologia= γυναίκα με μεγάλα δόντια |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία==...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δοντέ (η)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

γυναίκα με μεγάλα δόντια

Παραδείγματα

Ά(δ)ε την τούτην δοντέ σιόρ, έσ̌ει κάτι δόντια σγιάν τες χαλλούμες

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Δοντού

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).