Ανημπορεύκουμαι

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Ανημπορεύκουμαι

Ετυμολογία

Από το «ανήμπορος» = σωματικά ανίκανος.

Σημασιολογία

γίνομαι σωματικά ανίκανος λόγω τυφλότητας, χωλότητας ή γήρατος.

Παραδείγματα

«Εγέρασα τζ̌αι ανημπορεύτηκα πκιον»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«ανημπορκά», η = η ασθένεια, αδυναμία.

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).