Κάστρο Λάρνακας
Το κάστρο που δεσπόζει στο νότιο άκρο του παραλιακού μετώπου του ιστορικού πυρήνα της πόλης της Λάρνακας είναι ένα οθωμανικό οικοδόμημα του 1625μ.Χ., όπως μαρτυρά και η σχετική επιγραφή που βρίσκεται πάνω από την είσοδο.
Ιστορία
Το κάστρο κτίστηκε αρχικά στα τέλη του 14ου αιώνα μ.Χ. από το Λουζινιανό βασιλιά της Κύπρου Ιάκωβο Α΄(1382-1398). Αποτελούσε μέρος της αλυσίδας των αμυντικών έργων που έγιναν τότε για να επιτηρούν και να προστατεύουν τη νοτιοανατολική πλευρά του νησιού που απλώνεται από τον κόλπο της Πύλας και φτάνει μέχρι τον κόλπο του Ακρωτηρίου στη Λεμεσό.
Η αρχική μορφή του Κάστρου δεν είναι γνωστή. Κάποια τμήματα της μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής του φάσης ενσωματώθηκαν στο οθωμανικό κτίριο και είναι ορατά στο νότιο και ανατολικό τμήμα του κάστρου.
Κατά την ενετοκρατία το κάστρο ενισχύθηκε, μέσα στα πλαίσια της αναβάθμισης του ρόλου του λιμανιού της Λάρνακας όχι μόνο σε σχέση με το εμπόριο άλατος αλλά και με το εμπόριο άλλων προϊόντων από και προς τη γειτονική συροπαλαιστινιακή ακτή και, φυσικά, με τη Δύση. Προς το τέλος της ενετοκρατίας και εν όψει της οθωμανικής επίθεσης (1570), οι Βενετοί επέλεξαν να αμυνθούν στον άξονα Αμμοχώστου-Λευκωσίας-Κερύνειας, εγκαταλείποντας μάλλον το κάστρο της Λάρνακας. Αναφέρεται μάλιστα ότι οι Οθωμανοί αποβιβάστηκαν κοντά στο κάστρο και επέλεξαν το λιμάνι της Λάρνακας ως βάση του στόλου τους. Το κάστρο ανοικοδομήθηκε στα 1625 από τους Οθωμανούς, αφού είχε στο μεταξύ ερειπωθεί, και εξοπλίστηκε με τηλεβόλα, ενώ σε αυτό έδρευε μια μικρή φρουρά από γενίτσαρους. Από τα μέσα τουλάχιστον του 18ου αιώνα όμως, το κάστρο παρήκμασε και ο κύριος του ρόλος ήταν η ρίψη χαιρετιστήριων βολών προς τα διερχόμενα πλοία.
Από τις αρχές της αγγλοκρατίας το κάστρο χρησιμοποιείτο ως αστυνομικός σταθμός και φυλακή, μέχρι τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα. Η δυτική αίθουσα του ισογείου χρησιμοποιήθηκε από τους Άγγλους για εκτελέσεις καταδίκων δι’ απαγχονισμού. Από το 1948 λειτούργησε ως Επαρχιακό Μουσείο Λάρνακας, μέχρι το 1969, οπότε εγκαινιάστηκε το σημερινό Επαρχιακό Μουσείο.
Στον όροφο του κύριου κτηρίου της εισόδου, το οποίο χρονολογείται στην εποχή της τουρκοκρατίας, στεγάζεται σήμερα ένα μικρό μουσείο που αποτελείται από τρεις αίθουσες. Στο Δωμάτιο Ι εκτίθενται αρχαιότητες που χρονολογούνται στην παλαιοχριστιανική περίοδο. Υπάρχει επίσης φωτογραφικό υλικό σχετικό με τα παλαιοχριστιανικά, βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία της Κύπρου.
Εκθέματα
Στο κεντρικό Δωμάτιο ΙΙ υπάρχει φωτογραφικό υλικό σχετικό με τη βυζαντινή τέχνη της Κύπρου.
Στo Δωμάτιο ΙΙΙ εκτίθενται αντιπροσωπευτικά δείγματα βυζαντινής, μεσαιωνικής και ισλαμικής εφυαλωμένης κεραμεικής, μεταλλικά σκεύη, πυροβόλα όπλα, κράνη και σπαθιά. Η έκθεση συνοδεύεται με πλούσιο φωτογραφικό υλικό σχετικό με τις βυζαντινές και μεσαιωνικές οχυρώσεις, καθώς και με τη μεσαιωνική αρχιτεκτονική του νησιού. Το ανατολικό άκρο του Δωματίου ΙΙΙ έχει διαμορφωθεί με κατάλληλη επίπλωση σε οντά.
Στην εσωτερική αυλή του κάστρου εκτίθεται μια συλλογή κανονιών, μερικά από τα οποία χρονολογούνται στη μεσαιωνική περίοδο. Η αυλή χρησιμοποιείται επίσης ως χώρος πολιτιστικών εκδηλώσεων.