Κυπριακή Διάλεκτος
Η Κυπριακή διάλεκτος (Κυπριακή Ελληνική ή Κυπριακά) είναι η διάλεκτος της Ελληνικής γλώσσας που ομιλείται από περίπου επτακόσιες χιλιάδες (700.000) Ελληνοκυπρίους στην Κύπρο και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνοκυπρίους της διασποράς, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Αυστραλία, τις ΗΠΑ, καθώς και την Ελλάδα. Σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιείται ως επίσημος γραπτός λόγος, αλλά είναι η κοινή ομιλουμένη των περισσοτέρων Ελληνοκυπρίων. Είναι επίσης η πρώτη γλώσσα πιο ηλικιωμένων Τουρκοκυπρίων από χωριά όπως η Λουρουτζίνα και από την περιοχή της Τυλληρίας, ενώ περισσότεροι ηλικιωμένοι Τουρκοκύπριοι μιλούν τα Ελληνικά με Κυπριακή Διάλεκτο ως δεύτερη γλώσσα.
Σε επίσημο περιβάλλον θεωρείται πιο αποδεκτή η χρήση της Κοινής Νέας Ελληνικής (όπως στα σχολεία, στο κοινοβούλιο, στα μέσα ενημέρωσης και παρουσία μη Κυπρίων ομιλητών της Ελληνικής). Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας επίσημες γλώσσες της νήσου είναι η Ελληνική και η Τουρκική[1]. Η έντονη επίδραση της Κοινής Νέας Ελληνικής διαμέσου των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, της Εκπαίδευσης, του τύπου και της λογοτεχνίας, έχει ως αποτέλεσμα να υποχωρεί σταδιακά η διάλεκτος έναντι της επίσημης Ελληνικής ή/και να απλοποιείται, γεγονός που παρατηρείται και στις υπόλοιπες διαλέκτους της Ελληνικής Γλώσσας.[2]
Στη νεότερη εποχή σημαντικοί ποιητές όπως ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) και ο Δημήτρης Λιπέρτης (1866-1937) και ακόμα νεότεροι όπως ο Παύλος Λιασίδης (1901-1985) χρησιμοποιούν τη διάλεκτο σε γραπτή μορφή[3]. Πολλοί άλλοι λογοτέχνες, συνήθως ποιητές αλλά και πεζογράφοι, χρησιμοποιούν ακόμα την Κυπριακή διάλεκτο. Υπάρχει επίσης πληθώρα κυπριακών τραγουδιών (παραδοσιακά, δημοτικά και σύγχρονα), αλλά και σκετς, θεατρικά και τηλεοπτικές σειρές που χρησιμοποιούν τη διάλεκτο.