Αβανιά
Αβανιά |
---|
Ετυμολογία
Από το ιταλικό avania (=ζημιά).
Από το τούρκικο avan (=δόλιος).
Από το αραβικό havan (=προσβολή).
Σημασιολογία
Συκοφαντία
Παραδείγματα
Του έβγαλαν "αβανιά" ότι είναι χαρτοπαίκτης.
Μέρος του Λόγου
Ουσιαστικό, γένους θηλυκού
Συγγενικές Λέξεις
Αβάνης, αβανιάρης
Συνώνυμα
Διαβολή, δυσφήμηση, κατηγορία, κακολογία, ρετσινιά, συκοφαντία
Πηγές
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου