Αναμαλλιάρης

Αναθεώρηση ως προς 15:49, 18 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
Αναμαλλιάρης (ο)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

δυνατός πόνος, όπως κατά τη διάρκεια του τοκετού όταν ξεμπλέκονται τα μαλλιά της εγκύου.

Παραδείγματα

«Α Παναΐα μου, τζ̌' έχω πόνον αναμαλλιάρην».

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).