Αστενισμένος
Αστενισμένος |
---|
Ετυμολογία
ο ασθενής, ο αδύναμος
Σημασιολογία
Παραδείγματα
«Ο αφέντης Φραντζέζης ο οποίος πολομά άξια θαύματα εις τους αστενείς και εις πύρεξες». φρ. (Χρονικό Λεοντίου Μαχαιρά).
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
«αστενής» (ο)
Συνώνυμα
αστενεμένος
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).