Βαρυπνάς

Αναθεώρηση ως προς 15:51, 18 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
Βαρυπνάς, (ο)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

εφιάλτης, ο βραχνάς, κακή δύναμη η οποία πλακώνει το στήθος αυτού που κοιμάται και προκαλεί δύσπνοια

Παραδείγματα

«Ετσίλλισεν με ο βαρυπνάς», φρ. = είδα εφιάλτη. Ο Ρηγάτος αναφέρει ότι ο βαρυπνάς πιθανό να είναι εκδήλωση καρδιακής πάθησης, γαστρικού φόρτου ή υπνικής άπνοιας.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).