Βυζοπόνημαν

Αναθεώρηση ως προς 15:52, 18 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
Βυζοπόνημαν, (το)

Ετυμολογία

από το «βυζίν »= βυζός (φουσκωμένος, γεμάτος), και «πόνος».

Σημασιολογία

μαστίτιδα, πόνος του μαστού

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

βυζόπονος, (ο)

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).