Θανατίτης

Αναθεώρηση ως προς 15:56, 18 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
Θανατίτης (ο)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

έλκη των γλουτών σε βαριά ασθένεια, κακοήθης φλύκταινα, επίσης και «θανατήτης/θανατίτης» = θανατηφόρο μανιτάρι

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).