Λαντζ̌εύκει

Αναθεώρηση ως προς 10:02, 18 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
Λαντζ̌εύκει (με)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

πονεί με

Παραδείγματα

Εδ δκιόν τ' αγγάθθιν που άμα μπει σαπίζει… λαντζ̌εύκει σε τζ̌' απέ Κακοφορμίζει» (Δρ. Κώστας Μαρκίδης, Οι Καμοί του Χωρκάτη, Λευκωσία, 1960)

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).