Νυκτάλωπας

Αναθεώρηση ως προς 16:05, 18 Ιανουαρίου 2024 από τον Pradeau (συζήτηση | συνεισφορές) (Greeklish variables name replaced)
Νυκτάλωπας ()

Ετυμολογία

από το αρχ. «νυξ» + «αλαός»

Σημασιολογία

αυτός που δεν βλέπει τη νύκτα, που έχει Ορνιθοτυφλία. Εμφανίζεται στην Κύπρο κατά τη διάρκεια των νηστειών και της τεσσαρακοστής, ίσως λόγω αβιταμίνωσης

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).